μεγαλοπολίτικος

μεγαλοπολίτικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μεγάλη πόλη
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μεγαλόπολη τής Πελοποννήσου ή προέρχεται από τη Μεγαλόπολη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”